ποζάτος

ποζάτος
-η, -ο
αυτός που παίρνει πόζα: Μπήκε στο κατάστημα ποζάτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποζάτος — η, ο, Ν [πόζα] αυτός που παίρνει πόζα, που κάθεται ή περπατάει επιτηδευμένα σαν να ποζάρει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”